- ὑπωρυχία
- ὑπωρῠχία, ἡ,A the part undermined, App.BC4.111 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπωρυχία — ἡ, Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ὑπορύσσω* 2. (κατ* επέκτ.) υπόνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ωρυχία (< ωρυχος < ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ ωρυχία. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ὑπωρυχίαις — ὑπωρυχία the part undermined fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)